Της Arty
Ηταν Αύγουστος όταν τον γνώρισα. Μόλις είχα τελειώσει τις χημειοθεραπείες μου και οι γονείς μου με στείλανε για διακοπές στην Αυστραλία σε μια εθελοντική κατασκήνωση. Θα πήγαινα για να βοηθήσω τα ζωα της θάλασσας τα οποία κινδύνευαν με εξαφάνιση σε εκείνες τις ακτές. Είχα περάσει δύσκολα χρόνια μέσα στα νοσοκομεία και την αγωνία για το αν θα ζήσω η οχι. Γιατί εγω πάσχω απο καρκίνο του πνεύμονα μη μικροκυτταρικού τύπου. Ο μη μικροκυτταρικός τύπος καρκίνου πνεύμονα διαιρείται σε τρεις υποομάδες: τον πλακώδη, το αδενοκαρκίνωμα και το μεγαλοκυτταρικό τύπο. Ο μη μικροκυτταρικού τύπου καρκίνος του πνεύμονα εξαπλώνεται τοπικά και αργεί να δώσει απομακρυσμένες μεταστάσεις. Η χειρουργική θεραπεία παίζει σημαντικό ρόλο στην πλήρη θεραπεία. Όταν η νόσος βρίσκεται σε προχωρημένα στάδια, η αντιμετώπισή της περιλαμβάνει χημειοθεραπεία και ακτινοβολία. Αυτα ακριβώς που έκανα εγω δηλαδή. Οι γιατροί ηταν αρνητικοί. Δεν πίστευαν οτι θα αντέξω. Εζησα όμως. Δεν ξέρω πως. Δεν ξέρω γιατί αλλά έζησα. Και για κάποιο λόγο ο καρκίνος εξαφανίστηκε απο μέσα μου. Ετσι οι γονείς μου, μου έκαναν δώρο ενα ταξίδι στην Αυστραλία. Κάτι που απο μικρή ήθελα να κάνω αλλά δεν ήμουν σίγουρη οτι θα προλάβαινα. Στις επόμενες δεκα μέρες που βγήκα απο το νοσοκομείο μάζεψα τα πράγματα μου αποχαιρέτησα την πολυαγαπημένη μου μαμά, τον καλό μου πατριό και έφυγα για την Αυστραλία. Το ταξίδι κράτησε μια μέρα. Ηταν άνετο και ανυπομονούσα να φτάσω. Μόλις βγήκα απο το αεροπλάνο με περίμενε μια όμορφη κοπέλα με μακριά μπλε μαλλιά και κάστανα μάτια. Κρατούσε ενα χαρτόνι με το όνομα μου και έψαχνε γύρω της. Την πλησίασα και στάθηκα μπροστά της.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Κάθε μέρα ξυπνούσαμε και κάναμε τις δουλειές που μας ανέθετε η Μπλερ. Μια μέρα εγω η Μπια και η Φειθ κολλήσαμε άφησες για να ενημερώσουμε τους κατοίκους οτι πλησίαζε η εκκόλαψη των χελωνών. Μετά πήγα μαζί με τον Μαικ στο ενυδρείο να φροντίσουμε τα ζωα. Αν και ο Μαικ δεν μιλούσε πολύ ήταν καλή παρέα και αγαπούσε πολύ τα ζωα. Εμαθα πολλά πράγματα για τα δελφίνια και τις χελώνες. Τα απογεύματα έβγαινα μαζί με τον Πίτερ ,τον Λουκ και την Μπια να περιποιηθουμε τα δέντρα και το γρασίδι. Να φυτέψουμε λουλούδια και να κλαδεψουμε τα μεγάλα δέντρα. Και τις νύχτες έκανα βόλτες με τον Κρις στην παραλία μήπως και καμία χελονίτσα εκολαπτόταν πρόωρα και χανόταν εξαιτίας των φωτων. Εμαθα πολλά πράγματα για τον Κρις. Συζητούσαμε για ώρες. Μια απο αυτές τις νύχτες μου εξομολογήθηκε τον Ερωτα του για τον Λουκ.Και οτι ένιωθε άσχημα γι αυτό. Τον διαβεβαίωσα οτι δεν είχα γνωρίσει πιο ειλικρινές και γλυκό άτομο εκτός απο αυτον.
Μπλερ : Αφροδίτη! Το βράδυ θα κάνουμε ενα πάρτυ με τα παιδιά θέλεις να έρθεις;
Με ρώτησε χαρωπά.
Αφροδίτη : Ναι φυσικά και θα έρθω!
Μπια : Φυσικά και θα ερχόσουν αφου θα είναι εκεί και ο Μάρκους.. Μου είπε
Μπλερ : Μπια ντροπή. Τι είναι αυτά που λες. Ειπε και τα μάγουλα μου πήραν φωτιά.
Μπια : Εμ τι ψέματα λεω; Εχεις δει τι ματιές ρίχνουν ο ένας στον άλλον; Μπορεί ο Μάρκους να το παίζει δύσκολος και νταής αλλα είναι αφρατος σαν αρκουδάκι απο μέσα. Ειπε και με κοίταξε χαμογελώντας.
Πίτερ : Ε κορίτσια ελάτε λιγο! Φώναξε και επιστρέψαμε στην δουλειά.
Μολις τελειώσαμε ο καθένας πήγε στο δωμάτιο του. Σκέφτηκα τα λόγια της Μπια. Ναι οντως κάνει και τον νταή και τον σκληρό και όντως ολο κοιτιόμαστε. Και ναι όντως μου αρέσει αυτό το μυστηριώδες και απρόσιτο που έχει αλλά απο οτι φαίνεται αυτος δεν τρελαινετε για μένα. Ουτε καν που με βρίσκει όμορφη. Με αυτές τις σκέψεις μπήκα στο μπάνιο. Αφου έκανα ενα χαλαρωτικό αφρόλουτρο έψαξα στα ρούχα μου για να δω τι θα βάλω. Μετα απο πολύ ώρα ψάξιμο κατέληξα στο αγαπημένο μου αέρινο, μαύρο φόρεμα. Κοίταξα την ώρα και είδα οτι αν δεν ήθελα να αργήσω θα έπρεπε να ξεκινήσω να ετοιμάζομαι. Αφου ντύθηκα χτένισα τα κάστανα σγουρά μαλλιά μου όπως μπόρεσα και έβαλα ενα στεφάνι με λουλούδια στο κεφάλι. Την ωρα που έβαζα το μέικ απ μου άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Για μια στιγμή νόμιζα οτι ήταν ο Μάρκους. Αλλα τι να ήθελε αυτός εδω. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Επιασα το πόμολο της πόρτας με το τρεμάμενο χέρι μου και άνοιξα. Πρός απογοήτευση μου όμως ήταν η Φειθ και οχι ο Μάρκους. Κρατούσε στα χέρια της ενα τσαλακωμένο μαύρο ύφασμα και ηταν με τα εσώρουχα.
Αφροδίτη : Χριστέ μου Φειθ. Της είπα και την τράβηξα μέσα στο δωμάτιο μου. Γιατί γυρνάς με τα εσώρουχα;! Μου έδειξε ενα κουρελιασμενο ύφασμα. Αα δεν μπορείς να το βάλεις; Ρώτησα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Αω ελα εδω να σε βοηθήσω. Ειπα και εκείνη έκατσε στο κρεβάτι. Αφου τελειώσαμε και οι δυο βγήκαμε απο το δωμάτιο μου και κατευθυνθήκαμε προς την παραλία. Εκει συναντήσαμε την Μπια και την Μπλερ.
Μπλερ : Αντε όλοι εσας περιμέναμε! Μας φώναξε. Η Φειθ έτρεξε προς την Μπια και κρύφτηκε πίσω της.
Μπια : Φειθ Είσαι μια κούκλα σήμερα. Μην ανησυχείς ο Μαικ θα σε λατρέψει. Της είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά.
Μπλερ : Αντε πάμε. Ειπε και ξεκίνησε να περπατάει.
Αφροδίτη: Μισό λεπτό! Που πάμε? Ειπα και κοίταξα γύρω μου. Νόμιζα εδω θα γινόταν το πάρτυ.
Μπια : Χαχ εδω είναι ξενέρωτα. Πάμε κάπου αλλού μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. Εμένα αυτό γιατί δεν μου αρέσει τώρα; Αναρωτήθηκα.
Μπλερ : Αντε! μου φώναξε ενω αυτές είχαν ηδη αρχίσει να απομακρύνοντε.
Αφροδίτη : Ει περιμένετε με! Φώναξα και έτρεξα πίσω τους. Οταν φτάσαμε δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ηταν ενα ξύλινο δεντρόσπιτο στολισμένο με λαμπάκια και δυνατή μουσική να ακούγεται απο μέτρα μακριά.
Μπήκαμε μέσα και ολα τα παιδιά ήταν εκεί. Αφου μας καλωσόρισαν μας πρόσφεραν ενα ποτήρι με κάτι που είμαι σίγουρη οτι είχε αλκοόλ. Η ωρα πέρασε ευχάριστα. Χορέψαμε λέγαμε αστεία. Πρώτη φορά στην ζωη μου πέρασα καλα. Διάβαζα στο νοσοκομείο συνέχεια για τέτοιες καταστάσεις με φίλους μουσική και ποτό αλλά ποτέ δεν φαντάστηκα οτι θα ήταν τόσο ωραία. Μπόρεσα επιτέλους και άφησα τον εαυτό μου να περάσει καλα και να ζήσει αυτά που στερήθηκε. Η ωρα πέρασε με ποτό και χορό. Οταν πια κουραστήκαμε ο Λουκ έβαλε χαμηλή μουσική, ο Πίτερ χαμήλωσε τα φώτα και όλοι μας κάτσαμε σε εναν κύκλο και συζητούσαμε αγκαλιά απο μια εξάδα μπύρες ο καθένας. Η Φειθ καθόταν στην αγκαλιά του Μαικ, η Μπλερ με τον Πίτερ, η Μπια και ο Κρις στήριζαν τις πλάτες τους ο ένας στον άλλον και εγω μαζί με τον Λουκ. Σε κάποια φάση ο Μαικ άρχισε να φιλάει την Φειθ και αυτή έλιωνε στα χέρια του.
Μπλερ: Ξέρεις είναι τόσο ωραίο να τους βλέπεις έτσι. Ειπε νοσταλγικά η Μπλερ και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του Πίτερ.
Μπια : Της αξίζει να είναι χαρούμενη μετα απο τις αδικίες που της έτυχαν. Ειπε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά απο την μπύρα της.
Αφροδίτη : Αδικίες; Ρώτησα εγω.
Λουκ : Οταν ήταν μικρή η οικογένεια της πήγε διακοπές και το αεροπλάνο έπεσε. Ηταν η μόνη που επέζησε. Επαθε μετατραυματικό σοκ και σπάνια μιλούσε.
Μπια : Και μετά χάλασε τελείως η ζωη της. Σχολίασε.
Αφροδίτη : Δηλαδή?
Μπλερ : Την υιοθέτησε μια οικογένεια που ειχε εναν γιο. Αλλα ο γιος έπασχε απο σχιζοφρένεια. Νόμιζε οτι ηταν δαίμονας και μια μέρα την έσπασε στο ξύλο. Τέσσερις μέρες ηταν στο νοσοκομείο. Μέχρι που το έσκασε και τα τελευταία χρόνια μένει εδω μαζί μας. Μου ειπε.
Μπια : Οχι μαζί μας. Την διόρθωσε. Μαζί του. Ειπε και κοίταξε τον Μαικ που την φιλούσε με αγάπη. Είναι τόσο ωραίο να ξέρεις οτι κάποιος σε αγαπάει. Ειπε και τελείωσε ενα ακόμα μπουκάλι μπύρα.
Αφροδίτη : Θες να πεις οτι εσένα δεν σε αγαπάει κανείς;
Μπια : Κανένας δεν αγαπάει τέτοιες σαν εμένα. Ειπε και άνοιξε ενα ακομα μπουκάλι.
Μπλερ : Δεν είσαι τέτοια Μπια. Δεν φταίς εσυ γι αυτό.
Μπια : Δεν μπορώ και να το αλλάξω όμως. Ειπε κοιτώντας ακόμα την Φειθ.
Αφροδίτη : Τι έγινε; Ρώτησα σιγά. Φοβόμουν την απάντηση.
Πίτερ: Την βίασαν. Ειπε απλά. Ενα επιφωνημα έκπληξης μου ξέφυγε και κάλυψα το στόμα μου με τα χέρια μου. Κοίταξα την Μπια.
Μπια : Μην με κοιτάς έτσι μου είπε και πέταξε το μπουκάλι της μπύρας στο πάτωμα.
Αφροδίτη : Ποιος; Ειπα και κοίταξα την Μπλερ και τον Πίτερ. Δεν έλαβα καμία απάντηση όμως. Ποιός; Γύρισα το βλέμμα μου στον Λουκ.
Λουκ : Ο πατέρας της. Η μανα της. Και οι δυο μαζί. Μου είπε και τότε δάκρυα άρχισαν να πέφτουν απο τα μάτια μου. Οταν-πηγε να πει αλλά τον διέκοψε.
Μπια : Οταν ημουν 8. Μου είπε με τρεμάμενη φωνή. 8 Χρονών κοριτσάκι. Με τα φορέματα και τα κοτσιδάκια μου. Ολοι με χαρακτήριζαν ως ενα γλυκό και αθώο κοριτσάκι. Την νύχτα όμως όταν γύριζα απο το σχολείο μου το χέρι του πατέρα μου έμπαινε κάτω απο την φούστα μου. Παραμεριζε το εσώρουχο μου και χανόταν ολη η αθωότητα. Μου ειπε με άδειο βλέμμα ενω ενα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της. Το σκούπισε και τελείωσε την μπύρα της. Γι αυτό σου φέρεται έτσι. Ειπε απρόσμενα.
Αφροδίτη: Ορίστε;Την Ρώτησα.
Κρις : Για τον Μάρκους λεει.
Αφροδίτη: Τι,τι έγινε με τον Μάρκους;
Μπια : Για αυτό σε μίσησε απο την πρώτη στιγμή που σε είδε. Επειδή –
Λουκ : Μπια αρκετά. Την διέκοψε.
Αφροδίτη : Οχι μη. Ασ’την.
Μπλερ : Πριν ενα χρόνο εχασε την αδερφή του απο καρκίνο του ύπατος.
Πίτερ: Και όταν έμαθε οτι θα ερχόσουν εσυ
Κρις : Που νίκησες τον καρκίνο και ήσουν μια χαρά
Μπια : Ζήλεψε. Γιατί θα ευχόταν να ηταν η Αδερφή του στην θέση σου. Γιατί την αγάπη δεν μπορείς να την βγάλεις απο μέσα σου. Οσο και να πονάς. Οσο και να προσπαθείς να την ξεχάσεις. Ειπε και αγκάλιασε τον Κρις. Τους κοίταξα για λίγο.
Κρις : Ξέρει μου είπε και μου έκλεισε το μάτι.
Φειθ : Καλύτερα θα ήταν να πας να τον βρείς. Ακούσα μια αδύναμη φωνή να μου μιλάει.
Μαικ : Εχουν δίκιο. Ειπα και τον κοίταξα ερωτηματικά. Η Φειθ και η Μπια. Μου είπε. Οντως είχαν δίκιο. Ολοι τους. Τον έρωτα δεν μπορείς να τον αγνοήσεις. Πόσο μάλλον όταν είναι κεραυνοβόλος σαν τον δικο μου. Το ξέρω οτι μπορεί να μην πάρω πίσω τα αισθήματα που θα δώσω αλλά δεν με νοιάζει. Αφησα την μπύρα μου κάτω και βγήκα εξω. Πήγα τρέχοντας μέχρι την παραλία. Δεν ήξερα που θα τον έβρισκα και έτσι έτρεχα κατα μήκος της. Οταν πια Κουράστηκα σταμάτησα να πάρω μια ανασα. Οταν ενα χέρι με ακούμπησε στον ώμο.
Αφροδίτη : Χριστέ μου! Φώναξα και γύρισα να δω ποιός είναι. Και είδα τον Μάρκους. Αχ εσυ είσαι. Με τρόμαξες.
Μάρκους: Συγγνώμη δεν ήθελα. Μου είπε και κάτι στην φωνή του μου έλεγε οτι μόλις είχε κλάψει.
Αφροδίτη : Είσαι καλά; Τον Ρώτησα και τον ακούμπησα στον ώμο. Εκείνος με κοίταξε και έδιωξε μακριά το χέρι μου.
Μάρκους : Καλα είμαι. Ειπε απλά.
Αφροδίτη: Γιατί μου το κάνεις αυτό; Ειπα ενω ένιωθα να βράζω απο τα νεύρα μου.
Μάρκους : Τι κάνω; Ειπε μπερδεμένος.
Αφροδίτη : Απο την στιγμή που πάτησα εδω το πόδι μου είσουν εχθρικός απέναντι μου. Ενω καν δεν με ήξερες με χλευασες για τον καρκίνο μου για ενα θέμα πολύ σοβαρό με πολλά θύματα καθημερινός και με είπες και άσχημη απο πάνω. Με αγνοούσες και με απέφευγες λες και ειχα λέπρα! Μετα ετσι στο άκυρο άρχισες να με κοιτάς επίμονα και τώρα φέρεσαι λες και είναι ολα καλα. Κάνοντας και τον αθώο. Ειπα με μια ανάσα και το στήθος μου ανεβοκατεβενε σταν τρελό. Ημουν σίγουρη οτι ειχα κοκκινίσει κιόλας. Εκεινος με κοίταξε και άρχισε να γελάει.
Αφροδίτη: Γελάς;! Τον Ρώτησα σοκαρισμένη.
Μάρκους : Δεν σε κοροϊδεύω πραγματικά απλα.. Ειπε και συνέχισε να γελάει.
Αφροδίτη : Απίστευτο. Ειπα αγανακτισμένα.
Μάρκους: Ελα να σου δείξω κάτι. Μου είπε και έπιασε το χέρι μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα. Με.. Με ακουμπάει Χριστέ μου.
Μόνοι μας μεσα στην νύχτα να περπατάμε δίπλα απο την θάλασσα. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω.
Μάρκους : Ελα μου είπε και προχώρησε προς μια μεγάλη λακούβα μέσα στην άμμο.
Κανε ησυχία μου ειπε και έσκυψε πάνω απο την λακούβα. Πήγα και εγω δίπλα του. Εβαλε το χέρι του γύρω απο τους ώμους μου και μύρισα το υπέροχο άρωμα του. Κοίτα εκκολάπτεται μου είπε και μου έδειξε ενα μικρό γλυκούλι χελωνακι που μόλις ειχε βγει απο το αυγό του.
Αφροδίτη : Ειναι όμορφο. Ψιθυρισα.
Μάρκους : Θέλεις.. Μου είπε και γυρίσαμε μαζί ταυτόχρονα και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Ηταν τόσο όμορφος. Κάτω απο το αχνό φως του φεγγαριού μέσα στην ερημιά. Ηθελα τόσο πολύ να νιώσω τα χείλη του πάνω στα δικά μου.
Μάρκους : Θέλεις να πάμε βόλτα? Μου είπε και έγνεψα καταφατικά.
Επρεπε να του πω. Δεν μπορούσα να το κρατήσω για πάντα μέσα μου. Πρέπει να του πω ότι τον ερωτεύτηκα απο την πρώτη στιγμή που τον ειδα.
Αφροδίτη: Μάρκους… Πρέπει να σου πω. Ειπα και σταμάτησα να περπατάω.
Μάρκους: Κοίτα Αφροδίτη. Ξέρω οτι σου φέρθηκα σαν βλάκας ξέρω οτι σχεδόν δεν σου Μίλησα ποτέ και ούτε σου έδωσα την ευκαιρία να μου μιλήσεις και να σε γνωρίσω καλύτερα αλλά οταν –
Αφροδίτη : Ξέρω Μάρκους.. Του είπα και τον πλησίασα. Ξέρω για την αδερφή σου. Μου είπαν τα παιδιά. Θέλω να ξέρεις οτι εγω είμαι δίπλα σου οτι και να γινει. Λυπάμαι που σου συνέβει αυτό όμως ίσως θα έπρεπε να δεις με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Το ξέρω οτι αγαπούσες πολύ την αδερφή σου και οτι και αυτή σε αγαπούσε πολύ και οτι δεν μπορώ να σου γεμίσω αυτό το κενό που άφησε εκείνη αλλα.. Αλλα υπόσχομαι οτι.. Ειπα και πια δεν μπορούσα να μιλήσω απο τα δάκρυα και τους λυγμούς.
Μάρκους: Αφροδίτη.. Είσαι το πιο γλυκό πλάσμα που εχω γνωρίσει ποτέ. Μου είπε και με πλησίασε. Επιασε με το χέρι του το μάγουλο μου και με πλησίασε αργά. Εφερε τα χείλη του κοντά στα δικά μου και με φίλησε απαλά. Τυλιξα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του. Τα χείλη του ηταν σαν ακριβό μεταξύ και με φιλούσαν λες και ήμουν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Οταν απομακρύνθηκαμε ο ένας απο τον άλλον γέλασε και μου είπε.
Μάρκους : Απο δω και πέρα είσαι το οξυγόνο μου. Μου είπε και με φίλησε ξανα..