Καθώς οι αχτίδες του πρωϊνού ήλιου πήδηξαν μέσα από το παράθυρό του, τα μάτια του Ηρακλή άνοιξαν σχεδόν διάπλατα. Κοιτάζοντας το ρολόι του είδε πως ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να σηκωθεί, ωστόσο δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακοιμόταν. Ντύθηκε πρόχειρα κι έφυγε από το σπίτι. Μακάρι να μην καταλάβαιναν τίποτα οι γονείς του.
Βγαίνοντας έξω, κρύος αέρας χτύπησε το πρόσωπό του. Ήταν ήδη τέλη Φεβρουαρίου, όμως έκανε ακόμα πολύ κρύο. Ο Ηρακλής κούμπωσε το μπουφάν του κι άρχισε να περπατάει προς μια άγνωστη κατεύθυνση. Ενώ προχωρούσε, ένιωσε σα να καιγόταν μέσα του. Η φωτιά ξεκινούσε από το λαιμό του και σταματούσε ακριβώς κάτω από τα πνευμόνια του. Ο Ηρακλής δεν είχε ελπίδα για το μέλλον, δεν ένιωθε πλέον μέσα του τη χαρά. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, παιδί ακόμα, κι όμως πίστευε πως δεν υπήρχε κάτι όμορφο και προσιτό ταυτόχρονα.
Τελικά τα βήματά του τον οδήγησαν έξω από τη δημοτική βιβλιοθήκη. Μπήκε μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Χαιρέτησε ευγενικά τον ηλικιωμένο άνδρα στην είσοδο και περπάτησε προς το διάδρομο με τα βιβλία μεταφυσικής. Του άρεσε αυτός ο κλάδος και πίστευε πως θα κατάφερνε να ξεχαστεί αν διάβαζε κάτι ενδιαφέρον. Δυστυχώς τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τις άσχημες σκέψεις του. Το τέρας είχε ξυπνήσει μέσα του κι εκείνος έπρεπε να το σκοτώσει, να το βγάλει από ‘κει μέσα. Ο Ηρακλής πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι από ένα κοντινό του τραπέζι. Άρχισε να ζωγραφίζει ένα μεγαλόσωμο ζώο. Είχε τεράστια δόντια και μια μακριά χαίτη. Ήταν ένα λιοντάρι. Και ζούσε μέσα του. Το λιοντάρι αυτό, καταβρόχθιζε κάθε ελπίδα και κάθε ίχνος χαράς που υπήρχε μέσα στο σώμα του Ηρακλή. Το λιοντάρι ήταν πάντα πεινασμένο για αισιοδοξία, ποτέ όμως για θλίψη και απογοήτευση. Τα δύο τελευταία παρέμεναν στο σώμα του Ηρακλή.
«Τι ζωγραφίζεις;» – μια φωνή ακούστηκε πίσω από τον ώμο του Ηρακλή.
Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε τον ηλικιωμένο άνδρα που είχε χαιρετήσει προηγουμένως. Χωρίς να απαντήσει λεκτικά στην ερώτησή του σήκωσε τη ζωγραφιά του στον αέρα και του την έδειξε.
– Ένα λιοντάρι, ε;
– Ναι, ένα λιοντάρι…, είπε ο Ηρακλής.
– Όταν ήμουν νέος πάλευα με λιοντάρια…, είπε ο ηλικιωμένος.
Ο Ηρακλής τον κοίταξε λες και ήταν τρελός.
– Κι εσύ αυτό πρέπει να κάνεις τώρα, είπε ο ηλικιωμένος ξανά.
Ο Ηρακλής σηκώθηκε από το τραπέζι που καθόταν και βγήκε σχεδόν τρέχοντας έξω από τη βιβλιοθήκη χωρίς να πει κουβέντα. Έπρεπε να πάει σπίτι του και να ηρεμήσει. Ή να κοιμηθεί για το υπόλοιπο της ημέρας. Ή και για πάντα, ποιος ήξερε;
Μπήκε μέσα στο σπίτι. Η μητέρα του τον κοίταξε αναστατωμένη.
– Ηρακλή, πού ήσουν παιδί μου;
– Πουθενά, απάντησε εκείνος.
– Τουλάχιστον έλα να φας κάτι, είπε ανήσυχα η μητέρα του.
«Δεν πεινάω» αποκρίθηκε εκείνος κι έκλεισε την πόρτα του δωματίου του. Έβαλε δυνατή μουσική και ξάπλωσε στο πάτωμα. Κοίταξε το σώμα του. Σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι τον καθρέφτη. Κοίταξε το πρόσωπό του. Και το μίσησε. Τα μίσησε όλα. Κάθε ίχνος του εαυτού του, κάθε κύτταρό του. Ήταν σίγουρος πως για όλα έφταιγε το λιοντάρι. Είχε κρατήσει τη ζωγραφιά του. Την έβγαλε από την τσέπη του και την έσκισε.
3 μήνες μετά:
Ο Ηρακλής αποφάσισε να επισκεφθεί την βιβλιοθήκη και πάλι. Αφορμή ήταν τα βιβλία που μπορούσε να διαβάσει, όμως ο πραγματικός λόγος ήταν ο ηλικιωμένος άνδρας. Παρ’ όλο που τον είχε τρομάξει, ένιωθε την ανάγκη να τον ξαναδεί και να του ξαναμιλήσει.
Στην είσοδο της βιβλιοθήκης ήταν μια νεαρή κοπέλα αυτή τη φορά.
«Συγνώμη» της είπε ο Ηρακλής. «Μήπως ξέρεις που μπορώ να βρω τον ιδιοκτήτη της βιβλιοθήκης;»
Η κοπέλα τον κοίταξε λυπημένη.
«Ξέρεις… έχει πεθάνει…» του είπε και η φωνή της έσπασε.
Από τι πέθανε;» ρώτησε έκπληκτος ο Ηρακλής.
«Κάτι μουρμούρισε για ένα λιοντάρι πριν ξεψυχήσει…έφυγε απρόσμενα…» είπε η κοπέλα.
«Λυπάμαι… Είχατε συγγένεια;» ρώτησε πάλι ο Ηρακλής.
«Ήταν ο παππούς μου…» του είπε. »Εσύ πώς τον ξέρεις;» του αποκρίθηκε.
«Μια φορά μόνο είχαμε μιλήσει…του είχα δείξει μια ζωγραφιά…» την πληροφόρησε ο Ηρακλής.
«Α… τι ζωγραφιά;» αναρωτήθηκε η κοπέλα.
«Ένα λιοντάρι.»
Αμέσως ο Ηρακλής μετάνιωσε για ό,τι είχε πει. Η κοπέλα τον κοίταξε αινιγματικά.
«Πότε είχε γίνει αυτό;» τον ρώτησε.
«Πριν τρεις μήνες περίπου…» απάντησε εκείνος.
«Έλα μαζί μου» του είπε αυτή αποφασιστικά.
«Μα περίμενε! Πού πηγαίνεις;»
Τον τράβηξε από το χέρι και βγήκαν έξω. Τους οδήγησε σ’ ένα διαμέρισμα. Έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα και μπήκαν μέσα.
«Μα που πηγαίνουμε;» ξαναρώτησε ο Ηρακλής.
«Εσύ μπορεί και να καταλάβεις… Πώς σε λένε;», ρώτησε εκείνη.
«Ηρακλή… Μα δεν κατάλαβ…»
«Σςς! Δες αυτά!»
Του έδωσε μια στοίβα χαρτιών κι ένα μικρό βιβλιαράκι. Ο νεκρός πλέον άνδρας λεγόταν Μόλορχος. Παράξενο όνομα. Στο μικρό βιβλίο ανέφερε το θάνατο του γιου του. Είχε αυτοκτονήσει επειδή δεν μπόρεσε να σκοτώσει το λιοντάρι, έτσι έλεγε. Δεν μπόρεσε ποτέ να το εξοντώσει, έτσι τα παράτησε τοποθετώντας ένα όπλο στον κρόταφό του και κάνοντας μια άσχημη σκέψη.
Έπρεπε να πνίξει το λιοντάρι. Έπρεπε να το πνίξει, έλεγε το σημείωμα. Αν το έπνιγε, το ίδιο το νεκρό του σώμα θα γινόταν το βραβείο του. Το βραβείο του γιου του. Το βραβείο του Ηρακλή. Στο πίσω μέρος του βιβλίου υπήρχε μια ζωγραφιά παρόμοια με αυτή του Ηρακλή.
«Σου είχε πει για μένα έτσι;» ρώτησε ο Ηρακλής την κοπέλα.
Εκείνη έγνεψε διστακτικά.
«Κι όλα αυτά είναι για να με βοηθήσεις» συμπλήρωσε ο Ηρακλής.
«Ναι» αποδέχτηκε η κοπέλα.
Ο Ηρακλής σηκώθηκε από τη θέση του και περπάτησε σταθερά μέχρι την εξώπορτα. Εξαφανίστηκε. Είχε ένα λιοντάρι να πνίξει. Και όταν θα το έπνιγε θα φορούσε το ίδιο του το δέρμα. Για να δουν όλοι πως πλέον δεν ζούσε μέσα του, αλλά ήταν νεκρό απ’ έξω. Για να ζήσει.